благочьстивыи — (209) пр. 1.Православный, основанный на благочестии; святой: Вѣра права и дѣла бл҃гочьстива. (ϑεοσεβῆ) Изб 1076, 154 об.; благочьстивы˫а вьсѩ христовы оувѣдѣвъша заповѣди божьствьны˫а. Стих 1156 1163, 72 об.; то же Мин XII (июль), 113; и цвьтѩше… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
богочьстивыи — (34) пр. Почитающий бога, благочестивый: при б҃гочьстiвѣмь кнѩзи Надп 1148; прѣдъ пришьствиѥмь благочьсти˫а б҃очьстивааго ц(с)рѩ костѩнтина (ϑεοφιλεστάτου) КЕ XII, 90а; ѡ(т) б҃а възваноу быти. и паче ˫ако б҃ъчьстивоу... похваленоу быти. КР 1284,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
MAGUS — I. MAGUS Graece Μάγος. Praeluxisse Persisolim Magos sapientiae studiis, atque etiam rerum Divinarum notitiâ varii tradunt scriptores, Apul. in Apol. Nam si quod ego apud plurimos lego, Persarum linguâ magus est, qui nostrâ sacerdos. Siquidem… … Hofmann J. Lexicon universale
θεοσεβής — ές (AM θεοσεβής, ές) 1. αυτός που σέβεται τον θεό ή τους θεούς 2. το ουδ. ως ουσ. το θεοσεβές η ευσέβεια νεοελλ. (υπερθ.) θεοσεβέστατος τίτλος προσφώνησης αρχιμανδριτών. επίρρ... θεοσεβώς (Α θεοσεβῶς) κατά τρόπο θεοσεβή, ευσεβώς. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
τακουνάς — ο, Ν 1. τακουνοποιός 2. μτφ. άνθρωπος που υποκρίνεται τον υπερβολικά θεοσεβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τακούνι + κατάλ. άς (πρβλ. γαλατ άς)] … Dictionary of Greek
ψευδοθεοσεβώ — έω, Μ υποκρίνομαι τον θεοσεβή, εμφανίζομαι υποκριτικά ως θεοσεβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + θεοσεβῶ (< θεοσεβής)] … Dictionary of Greek
Ροζέττη — Γράφεται και Ρωζέττη. (Στα αραβικά Ρασίντ). Λέγεται και Ραχήτι (ov). Αιγυπτιακή πόλη χτισμένη στα παράλια της Μεσογείου, στην αριστερή όχθη του πιο δυτικού στομίου του Νείλου. Το 1799 ανακαλύφθηκε εκεί η περίφημη Στήλη της Ρ. Στην εκστρατεία του… … Dictionary of Greek